Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μυστήριος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μυστήρι|ος <-α, -ο> [misˈtiriɔs] ΕΠΊΘ

1. μυστήριος (ύποπτος, μυστηριώδης):

μυστήριος

Παραδειγματικές φράσεις με μυστήριος

μυστήριος άνθρωπος κι αυτός!

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский