Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μυστήριο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μυστήριο [misˈtiriɔ] SUBST ουδ

1. μυστήριο (κάτι το ανεξήγητο, ασύλληπτο):

μυστήριο
Geheimnis ουδ
μυστήριο
Mysterium ουδ
ταινία θηλ μυστηρίου ΚΙΝΗΜ
Thriller αρσ

2. μυστήριο ΘΡΗΣΚ:

μυστήριο
Sakrament ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με μυστήριο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский