Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μπουγέλο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μπουγέλο [buˈjɛlɔ] SUBST ουδ

μπουγέλο
Eimer αρσ
παίζω μπουγέλο

Παραδειγματικές φράσεις με μπουγέλο

παίζω μπουγέλο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский