Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μπογιά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μπογιά [bɔˈja] SUBST θηλ

1. μπογιά (για βάψιμο):

μπογιά
Farbe θηλ
έφυγε η μπογιά
μπογιά για παπούτσια
Schuhcreme θηλ
μπογιά για τοίχο
Wandfarbe θηλ
περνάει ακόμα η μπογιά του μτφ

2. μπογιά (μολύβι):

μπογιά
Buntstift αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский