Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μολύβι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μολύβι [mɔˈlivi] SUBST ουδ

1. μολύβι (μόλυβδος):

μολύβι
Blei ουδ
κοιμάμαι σαν μολύβι

2. μολύβι (γραφίδα):

μολύβι
Bleistift αρσ
μηχανικό μολύβι
Stenostift αρσ
μολύβι ματιών
μολύβι φρυδιών
μολύβι χειλιών

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский