Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μικρός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μικρ|ός <-ή, -ό> [miˈkrɔs] ΕΠΊΘ

1. μικρός (για μέγεθος):

μικρός

2. μικρός (νέος):

μικρός

3. μικρός (για διάρκεια):

μικρός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский