Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μετρώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . μετρ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [mɛˈtrɔ] VERB μεταβ

1. μετρώ (παίρνω διαστάσεις):

μετρώ ένα δωμάτιο
μετρώ κάτι με το μάτι

II . μετρ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [mɛˈtrɔ] VERB αμετάβ

1. μετρώ (εκφωνώ τους αριθμούς):

μετρώ
μετρώ ως το δέκα

2. μετρώ (έχω σημασία):

μετρώ
was zählt, ist

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский