Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μεταφορά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μεταφορά [mɛtafɔˈra] SUBST θηλ

1. μεταφορά (γενικά: πραγμάτων, ανθρώπων):

μεταφορά
Beförderung θηλ
μεταφορά δεμάτων
μεταφορά επιβατών
μεταφορά ασθενών
μεταφορά τεχνολογίας

3. μεταφορά (μετατόπιση):

μεταφορά
Verlagerung θηλ
μεταφορά επιχείρησης
μεταφορά κεφαλαίων
μεταφορά συναλλάγματος
μεταφορά χρημάτων
Geldtransfer αρσ

4. μεταφορά (μεταβίβαση):

μεταφορά
Übertragung θηλ
μεταφορά αρμοδιότητας σε
Kompetenzübertragung θηλ auf +αιτ
μεταφορά εισοδήματος
Umbuchung θηλ

5. μεταφορά (σχήμα λόγου):

μεταφορά
Metapher θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με μεταφορά

μεταφορά θηλ επιβατών
μεταφορά θηλ έδρας
γονιδιακή μεταφορά
διηπειρωτική μεταφορά
θαλάσσια μεταφορά
μεταφορά επιβατών
οδική μεταφορά
μεταφορά επιχείρησης
μεταφορά κεφαλαίων
μεταφορά χρημάτων
μεταφορά εισοδήματος
μεταφορά δεμάτων
μεταφορά ασθενών
μεταφορά τεχνολογίας
μεταφορά εμπορευμάτων
μεταφορά ζώων
ζημιά κατά τη μεταφορά
Umbuchung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский