Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μελετώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . μελετ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [mɛlɛˈtɔ] VERB μεταβ

1. μελετώ (για το σχολείο, πανεπιστήμιο):

μελετώ

2. μελετώ (εξετάζω):

μελετώ

3. μελετώ (κοιτάζω καλά):

μελετώ
μελετώ ένα χάρτη

4. μελετώ (σκέφτομαι καλά):

5. μελετώ (σκοπεύω):

μελετώ
μελετώ να

6. μελετώ (σχεδιάζω):

μελετώ
μελετώ μια απόπειρα

7. μελετώ (αναφέρω):

μελετώ

II . μελετ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [mɛlɛˈtɔ] VERB αμετάβ (διαβάζω)

μελετώ

Παραδειγματικές φράσεις με μελετώ

μελετώ να
μελετώ ένα χάρτη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский