Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μείζων“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μείζων <μείζων, μείζον> [ˈmizɔn] ΕΠΊΘ

1. μείζων (μεγαλύτερος):

μείζων

2. μείζων μους:

μείζων
Dur-
μείζων κλίμακα
Durtonleiter θηλ
μείζων συγχορδία
Durakkord αρσ
μείζων τρόπος
Dur ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με μείζων

μείζων κλίμακα
μείζων συγχορδία
Durakkord αρσ
μείζων τρόπος
Dur ουδ
μείζων τροχαντήρας ΑΝΑΤ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский