Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μαϊμού“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μαϊμ|ού [maiˈmu] SUBST θηλ

1. μαϊμού (πίθηκος):

μαϊμού
Affe αρσ

2. μαϊμού μτφ (άνθρωπος πονηρός):

μαϊμού
Fuchs αρσ

3. μαϊμού (απομίμηση):

ρολόι ουδ μαϊμού
gefälschte Uhr θηλ
αστυνομικός αρσ μαϊμού
επιχείρηση θηλ μαϊμού
Scheinfirma θηλ

4. μαϊμού (άνθρωπος άσχημος):

ο αδερφός της είναι μαϊμού

Παραδειγματικές φράσεις με μαϊμού

αστυνομικός αρσ μαϊμού
ρολόι ουδ μαϊμού
επιχείρηση θηλ μαϊμού
ψειρίζω τη μαϊμού

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский