Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μαρτυρώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . μαρτυρ|ώ <-άς [ή -είς], -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [martiˈrɔ] VERB αμετάβ

1. μαρτυρώ (σε δικαστήριο):

μαρτυρώ

2. μαρτυρώ (υποφέρω):

μαρτυρώ

II . μαρτυρ|ώ <-άς [ή -είς], -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [martiˈrɔ] VERB μεταβ

1. μαρτυρώ (επιβεβαιώνω, δείχνω):

μαρτυρώ

2. μαρτυρώ (για συναισθήματα: φανερώνω):

μαρτυρώ

3. μαρτυρώ (προδίδω):

μαρτυρώ και μτφ

Παραδειγματικές φράσεις με μαρτυρώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский