Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μανιχαϊστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μανιχαϊστικ|ός [manixaistiˈkɔs], μανιχαϊκ|ός [manixaiˈkɔs] <-ή, -ό> ΕΠΊΘ

μανιχαϊστικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский