Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μανίκι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μανίκι [maˈnici] SUBST ουδ

1. μανίκι (ρούχου):

μανίκι
Ärmel αρσ
έχω άσο στο μανίκι
μανίκι κιμονό
Kimonoärmel αρσ
φουσκωτό μανίκι
Puffärmel αρσ
Keulenärmel αρσ
Bauschärmel αρσ
μανίκι ραγκλάν
Raglanärmel αρσ
Ärmellänge θηλ

2. μανίκι (λαβή):

μανίκι
Griff αρσ

3. μανίκι οικ (δύσκολος):

ήταν μανίκι

4. μανίκι χυδ (συνουσία):

μανίκι
Fick αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский