Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μανία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μανία [maˈnia] SUBST θηλ

1. μανία (παραφροσύνη):

μανία
Wahnsinn αρσ

2. μανία (έμμονη ιδέα):

μανία
Wahn αρσ

3. μανία (οργή):

μανία
Wut θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский