Ελληνικά » Γερμανικά

μαλακά [malaˈka] SUBST ουδ πλ (υπογάστριο)

μαμ [mam] SUBST ουδ αμετάβλ

μαλακ|ός <-ή [ή -ιά], -ό> [malaˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. μαλακός (όχι σκληρός):

Weichholz ουδ

μαλάκας [maˈlakas] SUBST αρσ

1. μαλάκας χυδ (αυνανιζόμενος):

Wichser αρσ

2. μαλάκας χυδ (παλιάνθρωπος):

Arschloch ουδ

μαλακία [malaˈcia] SUBST θηλ

1. μαλακία χυδ (αυνανισμός):

Wichsen ουδ

2. μαλακία χυδ (ανόητος λόγος):

Mist αρσ
Scheiß αρσ

μαλά|ζω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [maˈlazɔ] VERB μεταβ

1. μαλάζω (μάζα):

2. μαλάζω (κάνω μαλάξεις):

μάλαξ|η <-εις> [ˈmalaksi] SUBST θηλ

1. μάλαξη (γενικά):

Kneten ουδ

2. μάλαξη (σε μέρη του σώματος):

Massage θηλ
Fußreflexzonenmassage θηλ ενικ
Herzmassage θηλ ενικ

μάλωμα [ˈmalɔma] SUBST ουδ

1. μάλωμα (επίπληξη):

Schelte θηλ

2. μάλωμα (καβγάς):

Streit αρσ
Zank αρσ

I . μαλώ|νω <-σα, -μένος> [maˈlɔnɔ] VERB μεταβ (επιπλήττω)

II . μαλώ|νω <-σα, -μένος> [maˈlɔnɔ] VERB αμετάβ

1. μαλώνω (καβγαδίζω):

2. μαλώνω (διακόπτω τις φιλικές σχέσεις):

μαντάμ [manˈdam] SUBST θηλ αμετάβλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский