Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μαλακώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . μαλακώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [malaˈkɔnɔ] VERB μεταβ

1. μαλακώνω (κάνω μαλακό):

μαλακώνω

2. μαλακώνω (καταπραΰνω):

μαλακώνω

II . μαλακώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [malaˈkɔnɔ] VERB αμετάβ

1. μαλακώνω (γίνομαι μαλακός):

μαλακώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский