Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μαλακίζομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μαλακί|ζομαι <-στηκα, -σμένος> [malaˈcizɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. μαλακίζομαι χυδ (αυνανίζομαι):

μαλακίζομαι

2. μαλακίζομαι χυδ (δεν κάνω τίποτα):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский