Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μακρόχρονος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μακρόχρον|ος <-η, -ο> [maˈkrɔxrɔnɔs] ΕΠΊΘ

1. μακρόχρονος (που διαρκεί πολλά χρόνια):

μακρόχρονος

2. μακρόχρονος (που διαρκεί πολύ καιρό: έργο):

μακρόχρονος

3. μακρόχρονος (καθυστέρηση):

μακρόχρονος
viel Verspätung θηλ

4. μακρόχρονος ΓΛΩΣΣ (συλλαβή):

μακρόχρονος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский