Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μακροχρόνιος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μακροχρόνι|ος <-α, -ο> [makrɔˈxrɔniɔs] ΕΠΊΘ

1. μακροχρόνιος (που διαρκεί πολύ):

μακροχρόνιος

2. μακροχρόνιος (μακρόβιος):

μακροχρόνιος

Παραδειγματικές φράσεις με μακροχρόνιος

μακροχρόνιος άνεργος
Langzeitarbeitslose(r) θηλ(αρσ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский