Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μακρομοροιακός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μακρομοροιακ|ός <-ή, -ό> [makrɔmɔriaˈkɔs] ΕΠΊΘ ΧΗΜ

μακρομοροιακός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский