Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μαγιό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μαγιό [maˈjɔ] SUBST ουδ αμετάβλ

1. μαγιό (γυναικείο):

μαγιό
Badeanzug αρσ

2. μαγιό (αντρικό):

μαγιό
Badehose θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский