Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μαίνομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μαίνομαι [ˈmɛnɔmɛ] VERB αμετάβ ohne Aoriststamm

μαίνομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский