Ελληνικά » Γερμανικά

μεν1 [mɛn] ΣΎΝΔ

ο μεν …, ο δε
der eine …, der andere

μεν2 [mɛn] SUBST ουδ αμετάβλ (στο κέντο)

μεν
Men αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με μεν

ο μεν …, ο δε
der eine …, der andere
ο μεν ένας …, ο δε άλλος
der eine …, der andere

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский