Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μάρτυρας“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μάρτυρας [ˈmartiras] SUBST mf

1. μάρτυρας (εγκλήματος, εποχής):

μάρτυρας
Zeuge αρσ (Zeugin) θηλ
υπήρξε μάρτυρας τής
er war Zeuge der
μάρτυρας ανταπόδειξης ΝΟΜ
Gegenzeuge αρσ
αυτόπτης μάρτυρας
Augenzeuge αρσ
μάρτυρας κατηγορίας
Zeuge αρσ der Anklage
μάρτυρας υπεράσπισης
κύριος/βασικός μάρτυρας
Hauptzeuge αρσ
μάρτυρας γάμου
Trauzeuge αρσ (Trauzeugin) θηλ
μάρτυρας διαθήκης
μάρτυρας του Ιεχωβά
Zeuge αρσ Jehovas

2. μάρτυρας (εξαιτίας πίστης, ιδεολογίας):

μάρτυρας
Märtyrer(in) αρσ (θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με μάρτυρας

μάρτυρας ανταπόδειξης ΝΟΜ
Gegenzeuge αρσ
αυτόπτης μάρτυρας
Augenzeuge αρσ
μάρτυρας κατηγορίας
μάρτυρας υπεράσπισης
μάρτυρας γάμου
Trauzeuge αρσ (Trauzeugin) θηλ
μάρτυρας διαθήκης
υπήρξε μάρτυρας τής
μάρτυρας αρσ του Ιεχωβά
Zeuge αρσ Jehovas
μάρτυρας του Ιεχωβά
Zeuge αρσ Jehovas
κύριος/βασικός μάρτυρας
Hauptzeuge αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский