Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μάλωμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μάλωμα [ˈmalɔma] SUBST ουδ

1. μάλωμα (επίπληξη):

μάλωμα
Schelte θηλ

2. μάλωμα (καβγάς):

μάλωμα
Streit αρσ
μάλωμα
Zank αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский