Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μάγεμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μάγεμα [ˈmajɛma] SUBST ουδ

1. μάγεμα (μαγεία):

μάγεμα
Zauberei θηλ

2. μάγεμα (γοητεία):

μάγεμα
Zauber αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский