Ελληνικά » Γερμανικά

λόγος [ˈlɔɣɔs] SUBST αρσ

1. λόγος ΦΙΛΟΣ:

λόγος
Logos αρσ

3. λόγος (γλώσσα):

λόγος
Sprache θηλ

4. λόγος (αγόρευση):

λόγος
Rede θηλ
δικανικός λόγος
Plädoyer ουδ

5. λόγος ΓΛΩΣΣ:

7. λόγος (λογικό):

λόγος
Vernunft θηλ

επικήδειος (λόγος) [ɛpiˈciðiɔs (ˈlɔɣɔs)] SUBST αρσ

επικήδειος (λόγος)
Grabrede θηλ
ο περί ου ο λόγος

Παραδειγματικές φράσεις με λόγος

λόγος αρσ σύλληψης
λόγος αρσ κράτησης
Haftgrund αρσ
λόγος αρσ ομοθεσίας
λόγος αρσ συσχέτισης
λόγος αρσ συμπίεσης
λόγος αρσ αναίρεσης
Plädoyer ουδ
λαξευτός λόγος
λόγος τιμής
Ehrenwort ουδ
χωρίς λόγος
κύριος λόγος
Hauptgrund αρσ
λόγος ύπαρξης
πλάγιος λόγος ΓΛΩΣΣ
Grabrede θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский