Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λουλούδι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λουλούδι [luˈluði] SUBST ουδ

1. λουλούδι:

λουλούδι
Blume θηλ
Blumenkinder ουδ πλ

2. λουλούδι (δέντρου):

λουλούδι
Blüte θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με λουλούδι

μυρίζεις το λουλούδι;
μαδώ ένα λουλούδι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский