Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λειτουργώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . λειτουργ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [liturˈɣɔ] VERB αμετάβ

1. λειτουργώ (μηχανή, καρδιά: κατά ορισμένο τρόπο):

λειτουργώ

2. λειτουργώ (βρίσκομαι σε λειτουργία):

λειτουργώ

II . λειτουργ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [liturˈɣɔ] VERB μεταβ

λειτουργώ μια επιχείρηση ΟΙΚΟΝ

Παραδειγματικές φράσεις με λειτουργώ

λειτουργώ μια επιχείρηση ΟΙΚΟΝ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский