Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λαβαίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λα|βαίνω [laˈvɛnɔ], λα|μβάνω [laɱˈvanɔ] <-βα> VERB μεταβ

1. λαβαίνω (μου δίνουν):

λαβαίνω
έχω να λαβαίνω 900 ευρώ

2. λαβαίνω (φτάνει σε μένα: γράμμα, είδηση):

λαβαίνω

3. λαβαίνω (παίρνω):

λαβαίνω
λαβαίνω το θάρρος να σας
λαβαίνω κάτι υπόψη
λαβαίνω χώρα
λαβαίνω μέρος σε κάτι
an etw δοτ teilnehmen
λαβαίνω μέτρα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский