Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λήξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λήξ|η <-εις> [ˈliksi] SUBST θηλ

1. λήξη (τέλος, σταμάτημα):

λήξη
Ende ουδ

2. λήξη (προθεσμίας):

λήξη
Ablauf αρσ
Fristablauf αρσ
Fristende ουδ

3. λήξη (συνθήκης):

λήξη
Verfalltag αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με λήξη

λήξη θηλ προθεσμίας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский