Ελληνικά » Γερμανικά

I . λέω [ˈlɛɔ], λέγω [ˈlɛɣɔ] <είπα, ειπώθηκα [ή λέχτηκα], ειπωμένος> VERB μεταβ

1. λέω (εκφράζω προφορικά):

λέω
μα τι λέω!
nein!
λέω ψέματα

4. λέω (σκοπεύω):

λέω

5. λέω (διηγούμαι):

λέω

II . λέγομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский