Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λάλημα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λάλημα [ˈlalima] SUBST ουδ

1. λάλημα (πετεινού):

λάλημα
Krähen ουδ
das Krähen ουδ des Hahns

2. λάλημα (πουλιών):

λάλημα
Gezwitscher ουδ
λάλημα
Gesang αρσ
το λάλημα των πουλιών
το λάλημα των πουλιών
der Gesang αρσ der Vögel

Παραδειγματικές φράσεις με λάλημα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский