Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λάδωμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λάδωμα [ˈlaðɔma] SUBST ουδ

1. λάδωμα:

λάδωμα
Ölen ουδ

2. λάδωμα οικ (δωροδοκία):

λάδωμα
Bestechung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский