Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κύριος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κύρι|ος <-α, -ο> [ˈciriɔs] ΕΠΊΘ (σημαντικότερος)

II . κύρι|ος [ˈciriɔs] SUBST αρσ

2. κύριος (σκύλου):

κύριος
Herrchen ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με κύριος

κύριος κανόνας
Hauptregel θηλ
κύριος τόνος
κύριος βρόγχος
Haupterbe αρσ
κύριος λόγος
Hauptgrund αρσ
κύριος στόχος
Hauptziel ουδ
κύριος δρόμος
κύριος ρόλος και μτφ
Hauptrolle θηλ
κύριος εχθρός
Hauptfeind αρσ
σίμωσε ένας κύριος και
ο κύριος τάδε
ο κύριος οφειλέτης
ο κύριος ένοχος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский