Ελληνικά » Γερμανικά

κόλπος1 [ˈkɔlpɔs] SUBST αρσ

1. κόλπος (αγκαλιά):

κόλπος και μτφ
Schoß αρσ

3. κόλπος ΑΝΑΤ:

κόλπος
Vagina θηλ
κόλπος
Scheide θηλ

4. κόλπος ΑΝΑΤ:

γναθιαίος κόλπος
Kieferhöhle θηλ
μετωπιαίος κόλπος
Stirnhöhle θηλ
σφηνοειδής κόλπος

κόλπος2 [ˈkɔlpɔs] SUBST αρσ (αποπληξία)

κόλπος
Schlag αρσ
μου έρχεται κόλπος
μου ήρθε κόλπος! μτφ (από έκπληξη)

Ευβοϊκός (Κόλπος) [ɛvɔiˈkɔs (ˈkɔlpɔs)] SUBST αρσ

Σαρωνικός (Κόλπος) [sarɔniˈkɔs (ˈkɔlpɔs)] SUBST αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский