Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κυνήγι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κυνήγι [ciˈniji] SUBST ουδ

1. κυνήγι (η πράξη):

κυνήγι
Jagd θηλ
πάω (για) κυνήγι
πήγε (για) κυνήγι
κυνήγι μαγισσών
Hexenjagd θηλ
Jagdschein αρσ

2. κυνήγι (θήραμα) ΜΑΓΕΙΡ:

κυνήγι
Wild ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με κυνήγι

κυνήγι ουδ μαγισσών
Hexenjagd θηλ
κυνήγι μαγισσών
Hexenjagd θηλ
πάω (για) κυνήγι
πήγε (για) κυνήγι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский