Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κουρνιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κουρνιά|ζω <-σα, -σμένος> [kurˈɲazɔ] VERB αμετάβ

1. κουρνιάζω (πουλί):

κουρνιάζω σε
sich hocken auf +αιτ

2. κουρνιάζω μτφ (βρίσκω κατάλυμα):

κουρνιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский