Ελληνικά » Γερμανικά

κουρασμέν|ος <-η, -ο> [kurazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

κουφαλιασμέν|ος <-η, -ο> [kufaʎazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

κουραστικ|ός <-ή, -ό> [kurastiˈkɔs] ΕΠΊΘ

κουραμπι|ές <-έδες> [kuramˈbjɛs] SUBST αρσ

κουρσ|εύω <-εψα, -εμένος> [kurˈsɛvɔ] VERB μεταβ

1. κουρσεύω (ενεργώ καταδρομή):

2. κουρσεύω (λεηλατώ):

κουρελ|ού <-ούδες> [kurɛˈlu] SUBST θηλ

κουρσάρος [kurˈsarɔs] SUBST αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский