Ελληνικά » Γερμανικά

κοντ|ός1 <-ή, -ό> [kɔnˈdɔs] ΕΠΊΘ

1. κοντός (γενικά):

κοντός

2. κοντός (άνθρωπος):

κοντός

κοντός2 [kɔnˈdɔs] SUBST αρσ

κοντός
Stab αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με κοντός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский