Ελληνικά » Γερμανικά

κλειδί [kliˈði] SUBST ουδ

1. κλειδί ΜΟΥΣ μτφ:

κλειδί (και εργαλείο) (μέσο)
Schlüssel αρσ
αγγλικό κλειδί
Engländer αρσ
γαλλικό κλειδί
Franzose αρσ
γαλλικό κλειδί
γενικό κλειδί
κλειδί του σολ
κλειδί του σολ
G-Schlüssel αρσ
κλειδί του ντο
C-Schlüssel αρσ
κλειδί του φα
F-Schlüssel αρσ

2. κλειδί ΣΙΔΗΡ:

κλειδί
Weiche θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με κλειδί

κλειδί ουδ ρεζέρβα
αγγλικό κλειδί
Engländer αρσ
γαλλικό κλειδί
Franzose αρσ
γενικό κλειδί
το κλειδί ουδ του μυστηρίου μτφ
κλειδί ουδ του τσοκ
κλειδί ουδ του σολ
ταιριάζει το κλειδί;
τσοκ χωρίς κλειδί

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский