Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κλέβω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κλέ|βω <-ψα, -φτηκα, -μμένος> [ˈklɛvɔ] VERB μεταβ

1. κλέβω (ξένο πράγμα):

κλέβω

2. κλέβω (τράπεζα, το δημόσιο):

κλέβω

3. κλέβω (στα χαρτιά):

κλέβω

4. κλέβω (απάγω):

κλέβω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский