Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κηρύσσω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κηρύ|σσω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [ciˈrisɔ] VERB μεταβ

1. κηρύσσω (διαδηλώνω, επίσης λόγο του Θεού):

κηρύσσω
κηρύσσω κάποιον ένοχο
erklärter Feind αρσ

2. κηρύσσω ΘΡΗΣΚ:

κηρύσσω

3. κηρύσσω (πόλεμο):

4. κηρύσσω (απεργία):

κηρύσσω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский