Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κεφάλαιο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κεφάλαιο [cɛˈfalɛɔ] SUBST ουδ

1. κεφάλαιο (βιβλίου):

κεφάλαιο
Kapitel ουδ
κύριο/κεντρικό κεφάλαιο
Hauptkapitel ουδ
τελικό κεφάλαιο

2. κεφάλαιο ΧΡΗΜΑΤΟΠ μτφ (πλεονέκτημα, δυναμικό):

κεφάλαιο
Kapital ουδ
αμοιβαίο κεφάλαιο
ανθρώπινο κεφάλαιο
Reservekapital ουδ ενικ
αρχικό κεφάλαιο
Startkapital ουδ
άυλο κεφάλαιο (εταιρείας)
Firmenwert αρσ
βιομηχανικό κεφάλαιο
δανειακό κεφάλαιο
Fremdkapital ουδ
δανειακό κεφάλαιο
ελάχιστο κεφάλαιο
ενεργό κεφάλαιο
aktives Kapital ουδ
κεφάλαιο εξαγοράς
επενδυτικό κεφάλαιο
εταιρικό κεφάλαιο
ίδιο κεφάλαιο
Eigenkapital ουδ
Eigenkapitalbedarf αρσ ενικ
κεφάλαιο κίνησης
κεφάλαιο κίνησης
καθαρό κεφάλαιο κίνησης
μετοχικό κεφάλαιο
Aktienkapital ουδ
εκδοθέν μετοχικό κεφάλαιο
κερδοσκοπικό κεφάλαιο
Risikokapital ουδ
κεφάλαιο κινήσεως
μακροπρόθεσμο κεφάλαιο
νεκρό κεφάλαιο
totes Kapital ουδ
ξένο κεφάλαιο
Fremdkapital ουδ
ξένο κεφάλαιο (από το εξωτερικό)
ονομαστικό κεφάλαιο
ονομαστικό κεφάλαιο
Nennkapital ουδ
πιστωτικό κεφάλαιο
Kreditkapital ουδ
πραγματικό κεφάλαιο
Realkapital ουδ
Akkumulationsmittel ουδ πλ
σταθερό κεφάλαιο
Fixkapital ουδ
συνολικό κεφάλαιο
Gesamtkapital ουδ
τραπεζικό κεφάλαιο
Bankkapital ουδ
χρηματοδοτικό κεφάλαιο
Kapitalbedarf αρσ
Kapitalmangel αρσ
Kapitalexport αρσ
Kapitalanteil αρσ

κεφαλαίο [cɛfaˈlɛɔ] SUBST ουδ (γράμμα)

Παραδειγματικές φράσεις με κεφάλαιο

κεφάλαιο ουδ εξαγοράς
κεφάλαιο ουδ εγγύησης ΟΙΚΟΝ
κεφάλαιο κίνησης
δανειακό κεφάλαιο
αρχικό κεφάλαιο
διαθέσιμο κεφάλαιο
τραπεζικό κεφάλαιο
χρεολυτικό κεφάλαιο
αμοιβαίο κεφάλαιο
εταιρικό κεφάλαιο
άυλο κεφάλαιο (εταιρείας)
Firmenwert αρσ
τελικό κεφάλαιο
ανθρώπινο κεφάλαιο
βιομηχανικό κεφάλαιο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский