Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατόπι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατόπι(ν) [kaˈtɔpin] ΕΠΊΡΡ

1. κατόπι(ν) (όχι τώρα, έπειτα):

το έμαθα κατόπι
κατόπι εορτής ειρων

2. κατόπι(ν) (τοπικά):

κατόπι από
hinter +δοτ
κατόπι από μένα

ιδιωτισμοί:

κατόπι εντολής τού

Παραδειγματικές φράσεις με κατόπι

κατόπι εορτής ειρων
κατόπι από
hinter +δοτ
κατόπι εντολής τού
το έμαθα κατόπι
κατόπι από μένα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский