Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατσαδιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατσαδιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [katsaˈðjazɔ] VERB μεταβ

1. κατσαδιάζω (μαλώνω):

κατσαδιάζω

2. κατσαδιάζω (με απότομο τρόπο):

κατσαδιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский