Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καταχωρίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καταχωρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [kataxɔˈrizɔ] VERB μεταβ

1. καταχωρίζω (σε κατάλογο):

καταχωρίζω

2. καταχωρίζω (σε εφημερίδα):

καταχωρίζω
καταχωρίζω μια αγγελία (ως πελάτης)

Παραδειγματικές φράσεις με καταχωρίζω

καταχωρίζω μια αγγελία (ως πελάτης)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский