Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καταστρέφω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατ|αστρέφω <-άστρεψα [ή -έστρεψα], -αστράφηκα, -αστραμμένος> [kataˈstrɛfɔ] VERB μεταβ

1. καταστρέφω (αφανίζω):

καταστρέφω

2. καταστρέφω (άνθρωπο, την υπόστασή του):

καταστρέφω

Παραδειγματικές φράσεις με καταστρέφω

καταστρέφω την υγεία μου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский