Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατασκεύασμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατασκεύασμα [kataˈscɛvazma] SUBST ουδ

1. κατασκεύασμα (προϊόν):

κατασκεύασμα
Erzeugnis ουδ

2. κατασκεύασμα (αντικείμενο):

κατασκεύασμα μτφ μειωτ
Fabrikat ουδ
ποιανού πάλι είναι αυτό το κατασκεύασμα;

3. κατασκεύασμα (υπόθεση):

κατασκεύασμα μτφ μειωτ
Fabrikation θηλ
κατασκεύασμα μτφ μειωτ

Παραδειγματικές φράσεις με κατασκεύασμα

ποιανού πάλι είναι αυτό το κατασκεύασμα;

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский